- φαγόγηρος
- ὁ, Αλαίμαργος γέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- τού αορ. β' τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + συνδετικό φωνήεν -ο- + -γηρος (< γῆρας), πρβλ. ἐσχατό-γηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαγοπόλιος — ὁ, Μ φαγόγηρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + συνδετικό φωνήεν ο + πολιός «λευκός, κάτασπρος, παλαιός, αρχαίος»] … Dictionary of Greek